γοργόφτερος

γοργόφτερος
γοργόφτεροςέρωτος, η , ο быстрокрылый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γοργόφτερος" в других словарях:

  • γοργόφτερος — και πτερος, η, ο 1. αυτός που πετάει γρήγορα 2. (για τη φήμη) αυτός που διαδίδεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + πτερόν. Η λ. γοργόπτερος μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη] …   Dictionary of Greek

  • γοργόφτερος — η, ο αυτός που πετά γρήγορα: Γοργόφτερα πουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»